Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ισχυρίζεται ότι έφερε στη χώρα Ανάπτυξη. Και στηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό στους διεθνείς δείκτες οι οποίοι δείχνουν αύξηση του ΑΕΠ τον τελευταίο χρόνο.
Οι ίδιοι διεθνείς δείκτες όμως δείχνουν συγχρόνως και ότι η Ελλάδα είναι μια από τις τρεις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης. Με το ένα τρίτο του πληθυσμού της περίπου να μαστίζεται από φτώχεια και να απειλείται από κοινωνικό αποκλεισμό.
Ακόμη, σύμφωνα με τους διεθνείς δείκτες η Ελλάδα έχει τους χαμηλότερους μισθούς και συγχρόνως και τις ακριβότερες τιμές στην ενέργεια και στα προϊόντα πρώτης ανάγκης στην Ευρώπη.
Τέλος, σύμφωνα με τις διεθνείς στατιστικές η χώρα μας έρχεται τελευταία στην Ευρώπη, έχοντας τη μεγαλύτερη ανεργία στις νέες ηλικίες.
Τι σόι Ανάπτυξη είναι λοιπόν αυτή που φτωχοποιεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, που δεν μπορεί να συγκρατήσει τους νέους στον τόπο τους, που κρατά σε χαμηλά επίπεδα τις αποδοχές, ενώ αυξάνει τις τιμές, οξύνοντας τις ανισότητες υπέρ μιας ελάχιστης, πληθυσμιακά, ολιγαρχίας του πλούτου;
Η διαπίστωση συνεπώς που μπορεί να γίνει βάσει των διεθνών δεδομένων είναι ότι ναι μεν στην Ελλάδα σημειώθηκε μια αύξηση του πλούτου τελευταία, η οποία όμως συγκεντρώθηκε σε μια μικρή επιχειρηματική ελίτ που πλέον ελέγχει την αγορά και την Οικονομία.
Ο πλούτος δηλαδή αυτός που παρήχθη τα τελευταία χρόνια δεν διαχύθηκε στην κοινωνία και δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, ούτε και για να βελτιωθούν οι αμοιβές και οι όροι εργασίας των εργαζομένων.
Κι ακόμη χειρότερα, ο νέος αυτός πλούτος δεν αξιοποιήθηκε ούτε για να βελτιωθεί το σύστημα της Υγείας, ούτε για να αναβαθμιστεί η Παιδεία, ούτε για να βελτιωθούν οι δημόσιες υποδομές και οι δημόσιες λειτουργίες που καταρρέουν.
Αφού οι ιδιωτικοποιήσεις έφεραν επιδείνωση των υπηρεσιών προς τους πολίτες και αύξηση των θανάτων από την πανδημία σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, έναν δείκτη στον οποίον η Ελλάδα έχει επίσης τη θλιβερή πρωτιά στην Ευρώπη.
Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων έφερε ακόμη ταξικές επιλογές στην Παιδεία, με χιλιάδες νέους να αποκλείονται από τα δημόσια πανεπιστήμια κάθε χρόνο και να οδηγούνται υποχρεωτικά στα ιδιωτικά κολέγια, τα πτυχία των οποίων αναγνωρίστηκαν σε μια νύχτα και χωρίς αξιολόγηση.
Κι ακόμη, η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιου πλούτου έφερε την κατάρρευση των δημόσιων δομών και την αποψίλωση των δημόσιων οργανισμών από εξειδικευμένο προσωπικό. Εδώ δεν χρειάζονται καν διεθνείς δείκτες. Εδώ μιλούν τα 57 θύματα του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη.
Η αύξηση του πλούτου, λοιπόν, δεν φέρνει από μόνη της την Ανάπτυξη. Γιατί ο πλούτος που συγκεντρώνεται σε χέρια λίγων και που δεν διαχέεται στους πολλούς και δεν χρηματοδοτεί το κοινωνικό κράτος, δεν είναι δείκτης Ανάπτυξης.
Είναι δείκτης μεγέθυνσης της Οικονομίας, αλλά όχι Ανάπτυξης.
Οι ιδιωτικοποιήσεις του δημόσιου πλούτου, των δημόσιων οργανισμών και των δημόσιων και κοινών αγαθών που εντατικοποιήθηκαν επί κυβέρνησης Μητσοτάκη οικειοθελώς και όχι επειδή μας τις επέβαλαν τα μνημόνια, όπως συνέβη την προηγούμενη δεκαετία, όπως και η εκμετάλλευση της ενεργειακής κρίσης προς όφελος των μεγάλων ενεργειακών ομίλων, οδήγησαν σε μεγέθυνση του πλούτου για λίγες μεγάλες επιχειρήσεις.
Δεν συνέβαλαν όμως ούτε στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της ακρίβειας, ούτε στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, ούτε στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Αυτό που συνέβη δηλαδή κατά την τετραετία Μητσοτάκη είναι ότι συμπληρώθηκε και ενισχύθηκε η αναδιανομή του πλούτου που ξεκίνησε με τα μνημόνια. Μια αναδιανομή από τη μεσαία και τη χαμηλή οικονομικά τάξη σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις που συγκέντρωσαν στα χέρια τους σημαντικό μέρος του πλούτου της χώρας.
Αυτός ο κρατικοδίαιτος καπιταλισμός, ο οποίος χρηματοδοτείται σχεδόν αποκλειστικά από δημόσιο πλούτο και ο οποίος εξαιρεί από τα οφέλη του τους πολλούς που υποφέρουν από ανεργία, χαμηλές αμοιβές, φτωχοποίηση και τραγικά σιδηροδρομικά δυστυχήματα, δεν μπορεί να είναι συνώνυμος της Ανάπτυξης.
Όπως συνώνυμες της Ανάπτυξης σε εποχή κλιματικής κρίσης δεν μπορεί να είναι οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιας γης και περιβαλλοντικών αγαθών με σκοπό την εκμετάλλευση και την καταστροφή τους.
Αυτή η μεγέθυνση του πλούτου των λίγων που παρατηρείται τελευταία στην Ελλάδα δεν μπορεί να είναι συνώνυμη με την Ανάπτυξη, γιατί είναι καταστροφική για τους πολλούς και συγχρόνως εχθρική για το κοινωνικό κράτος, για τη φύση και για το περιβάλλον.
Είναι σαφές ότι η Ελλάδα χρειάζεται στις επόμενες εκλογές μια μεγάλη Πολιτική Αλλαγή σε προοδευτική κατεύθυνση, που θα υλοποιήσει τη μεγάλη στροφή.
Από το συντηρητικό μοντέλο του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού του Μητσοτάκη, που φτωχοποιεί τους πολλούς, απαξιώνει κάθε τι δημόσιο και κοινωνικό και συγκεντρώνει τον πλούτο σε λίγους, αυξάνοντας τις ανισότητες, σε μια προοδευτική πολιτική μιας Δίκαιης Ανάπτυξης για όλους, όπως την οραματίζεται ο Αλέξης Τσίπρας.
Μιας Ανάπτυξης που θα στηρίζεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, όπως η φύση, τα είδη διατροφής, τα προϊόντα και τα αγαθά της, το κλίμα, οι άνθρωποι και ο πολιτισμός της.
Μιας Ανάπτυξης που στις ευκαιρίες και στα αγαθά της θα έχουν ισότιμη πρόσβαση όλοι.
Μιας Ανάπτυξης που θα στηρίζεται σε μια ισορροπημένη σχέση δημόσιου – ιδιωτικού και θα έχει τη ματιά στραμμένη στο δημόσιο συμφέρον και όχι στο συμφέρον μεμονωμένων ιδιωτών.
Μιας Ανάπτυξης που θα φορολογεί τα υπερκέρδη των λίγων και θα αναδιανέμει τον πλούτο για να χρηματοδοτεί το κοινωνικό κράτος για τους πολλούς.
Μιας Ανάπτυξης αυτοτροφοδοτούμενης, που θα αξιοποιεί τη φύση και τα προϊόντα της κατά τρόπο που θα διασφαλίζει την περιβαλλοντική ισορροπία και θα εγγυάται την αειφορία.
Μιας Ανάπτυξης με ένα κράτος – στρατηγείο που θα ρυθμίζει με δημόσιο έλεγχο την αγορά και θα περιορίζει την κερδοσκοπία και την αισχροκέρδεια, επιτρέποντας μεγαλύτερες αμοιβές και μικρότερες τιμές.
Μιας Ανάπτυξης με Δικαιοσύνη παντού, στην Οικονομία, στην Κοινωνία, στο Περιβάλλον, στην Ενέργεια, στις Μεταφορές, στην Υγεία, στην Παιδεία και στην Εργασία, όπως περιγράφεται στο κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ.
Μιας Ανάπτυξης που να δικαιώνει τη μεγάλη αλήθεια. Ότι η φτώχεια δεν οφείλεται στο ότι δεν μπορούμε να συντηρήσουμε τους πολλούς, αλλά στο ότι δεν μπορούμε να χορτάσουμε τους λίγους.