Για τα προεκλογικά διλήμματα και τις μετεκλογικές συνεργασίες μίλησαν στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ ο υποψήφιος βουλευτής στην Ανατ. Αττική με τη ΝΔ Στέλιος Πέτσας και ο υποψήφιος με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Θεσσαλονίκης Γιάννης Μυλόπουλος.
Απαντώντας σε ερώτηση για το αν τα όσα υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός σήμερα αναφορικά με τις αυξήσεις μισθών την επόμενη τετραετία συνιστούν μια προεκλογική παροχολογία – πρακτική για την οποία η ΝΔ είχε κατηγορήσει στο παρελθόν τον ΣΥΡΙΖΑ – ο κ. Πέτσας ήταν κατηγορηματικός πως δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, υπενθυμίζοντας ότι η κυβέρνηση κατάφερε να αυξήσει από το 2019 τον κατώτατο μισθό από τα 650 στα 780 ευρώ, κάτι που «δείχνει ότι με συνέπεια στηρίζει τη βάση εισοδηματικής πυραμίδας και προσπαθεί να τραβήξει προς τα πάνω το μέσο επίπεδο των μισθών».
«Όταν λέμε λοιπόν ότι θα αυξηθούν οι μισθοί στην οικονομία κατά περίπου 25%, και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, ερχόμαστε να απαντήσουμε σε μια αναγκαιότητα. Ποια είναι αναγκαιότητα; Στο μεν δημόσιο τομέα, ότι είναι καθηλωμένες οι αμοιβές από το Νοέμβριο του 2011 [και] μετά από 12 και πλέον χρόνια μετά τη δημοσιονομική κρίση, μετά την ενεργειακή κρίση, ήρθε η ώρα να αυξηθούν και οι μισθοί, ενώ όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει να έχουμε υψηλή ανάπτυξη, η οποία θα χρηματοδοτήσει την αύξηση των μισθών χωρίς να υπονομεύει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της χώρας», εξήγησε ο κ. Πέτσας.
Ο κ. Μυλόπουλος από την πλευρά του, κληθείς να απαντήσει πώς θα χρηματοδοτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ την κρατικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας και της ΔΕΗ για την οποία μίλησε ο κ. Σταθάκης, καθώς και το αν αυτές οι πολιτικές έχουν σχέση με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, παρατήρησε πως «επί 4 χρόνια είχαμε την ακριβότερη χώρα της Ευρώπης» και ότι από άποψη μισθών «είμαστε στις τρεις χειρότερες χώρες στην Ευρώπη μαζί με τη Σλοβακία και τη Βουλγαρία». Αναγνώρισε ότι οι μισθοί μας αυξήθηκαν, επεσήμανε όμως ότι αυξήθηκαν «πολύ λιγότερο από τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα να έχουμε χάσει σε αγοραστική δύναμη, σε πραγματικές αξίες δηλαδή, οι αμοιβές μας, οι μισθοί μας, περίπου 7,5% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Άρα καταλαβαίνετε ότι μετά από αυτή την καθίζηση που υπέστη ο Έλληνας φορολογούμενος και ο Έλληνας εργαζόμενος τα τέσσερα αυτά χρόνια, το μόνο που δεν θα ήθελε να πιστέψει είναι κάποιον ο οποίος τον οδήγησε εκεί που τον οδήγησε και τώρα λέει ότι την επόμενη τετραετία θα τα κάνει όλα».
Επανερχόμενος στο πώς θα χρηματοδοτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις κρατικοποιήσεις με ταυτόχρονη μείωση των φόρων και αν αυτές έχουν σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ο κ. Μυλόπουλος θύμισε ότι ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν επανακρατικοποίησε τη γαλλική ΔΕΗ για να βάλει πλαφόν στο ρεύμα και για να μειώσει την ακρίβεια – «κάτι που δεν έκανε ο Έλληνας πρωθυπουργός» – ενώ το ίδιο έκανε και η Γερμανία η οποία «επανακρατικοποίησε κολοσσούς ενεργειακούς προκειμένου να ελέγξει την ενεργειακή κρίση».
«Και επίσης να σας θυμίσω ότι την κρίση, την υγειονομική, την κρίση της πανδημίας την αντιμετώπισε ολόκληρη η Ευρώπη, όπως και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στηριζόμενη στο δημόσιο σύστημα υγείας. Άρα λοιπόν δημόσιοι πυλώνες στην υγεία, δημόσιοι πυλώνες στην ενέργεια, δημόσιοι πυλώνες στο νομισματικό σύστημα, είναι αναπτυξιακοί μοχλοί και είναι απολύτως μέσα στο ευρωπαϊκό πλέγμα, όταν γίνονται με τρόπο που χρειάζεται, όχι όταν γίνονται άκριτα», επεσήμανε ο κ. Μυλόπουλος.
«Κανείς Έλληνας δεν πιστεύει σήμερα ότι η οικονομία είναι σε χειρότερη κατάσταση από ότι ήταν το 2019. Άρα αυτά που είπε ο κ. Μυλόπουλος δεν νομίζω ότι αποκρίνονται στην πραγματικότητα. Έχει αυξηθεί το ΑΕΠ της χώρας 26 δισεκατομμύρια ευρώ μόνο μεταξύ 2021 και 2022, 45 δισεκατομμύρια συνολικά από το ’18 μέχρι το ’23, έχει πέσει 40 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος, έχει μειωθεί η ανεργία των νέων 10 ποσοστιαίες μονάδες, 7 ποσοστιαίες μονάδες το σύνολο της οικονομίας. Και πραγματικά αυτά που λέει ο Κυριάκος Μητσοτάκης για την οικονομία βασίζονται στην εμπιστοσύνη», σχολίασε ο κ. Πέτσας.
Φτάνοντας στα θέματα των μετεκλογικών συνεργασιών, ερωτηθείς γιατί στη ΝΔ συνεχίζουν να μιλούν για συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τον Γ. Βαρουφάκη, «εφόσον ο μεν Βαρουφάκης λέει «όχι, δεν υπάρχει περίπτωση» και ο Τσίπρας λέει «εγώ κυβέρνηση ηττημένων δεν φτιάχνω»», ο κ. Πέτσας τόνισε ότι «δεν έχει ακούσει αυτό από τον κ. Τσίπρα τις τελευταίες μέρες» και ότι «εμείς πιστεύουμε ότι η αυτοδυναμία είναι για το καλό της χώρας».
«Νομίζω το δίλημμα των εκλογών είναι καθαρό. Το μπροστά-πίσω έχει συγκεκριμένους εκφραστές. Το «πίσω» είναι αυτό που οδηγεί στο 2015. Το «μπροστά», εμείς πιστεύουμε ότι αυτό το εκφράζει το Κυριάκος Μητσοτάκης» είπε ο κ. Πέτσας.
Μιλώντας για το θέμα των συνεργασιών, αφού σημείωσε ότι «23 στις 27 χώρες της Ευρώπης σήμερα έχουν κυβέρνηση συνεργασίας» και ότι επομένως δεν υπάρχει λόγος να «δαιμονοποιούμε τις κυβερνήσεις συνεργασίας και την απλή αναλογική», ο κ. Μυλόπουλος διευκρίνισε ότι ο «κ. Τσίπρας απέρριψε τα σχέδια του κ. Βαρουφάκη για έξοδο από την Ευρώπη ή για δεύτερο νόμισμα, για παλιό νόμισμα ή οτιδήποτε άλλο, και μάλιστα είπε ότι το πρόβλημα δεν είναι το νόμισμα. Το πρόβλημα είναι ότι το ευρώ που έχουμε στις τσέπες μας δεν φτάνει στους Έλληνες για να περάσουν όλο τον μήνα. Στα μέσα του μήνα ο Έλληνας μένει χωρίς μισθό».
«Άρα λοιπόν πολιτικά με τον κ. Βαρουφάκη, αν συνεχίσει να λέει αυτά τα οποία λέει, δεν έχουμε καμία σχέση» είπε ο κ. Μυλόπουλος, εκτιμώντας πως τα περί κυβέρνησης των ηττημένων «είναι μια ρητορική της κυβέρνησης επικοινωνιακή για να δώσει μια αρνητική φόρτιση στην οποιαδήποτε περίπτωση συνεργασίας». Σε αυτό το σημείο, ο κ. Μυλόπουλος υπογράμμισε ότι αυτό που ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «προγραμματικές συγκλίσεις, συγκλίσεις δηλαδή σε επίπεδο προγραμματικής συνεργασίας για δημόσια παιδεία, για δημόσια υγεία, για ενίσχυση του δημόσιου τομέα, για ενίσχυση της μεσαίας και της χαμηλής τάξης», και ότι αυτές οι συγκλίσεις υπάρχουν «με ένα τουλάχιστον κόμμα της Κεντροαριστεράς, δηλαδή με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ».
Συνοψίζοντας, ο κ. Πέτσας τόνισε πως τα «δημοσκοπικά χαρακτηριστικά των τελευταίων εβδομάδων δείχνουν ότι ο Έλληνας θέλει σταθερότητα σε αβέβαιους καιρούς» καθώς και ότι «βλέπουμε δημοσκοπική άνοδο πολύ μεγαλύτερη της ΝΔ, μια αιμορραγία του ΣΥΡΙΖΑ προς τα αριστερά του – ιδίως λόγω της έκφρασης αντισυστημικότητας από θέσεις ακραίες όπως του κυρίου Βαρουφάκη – και μια πτώση του ΚΙΝΑΛ σε ένα καθοδικό σπιράλ, μια περιδίνηση η οποία τελικά μάλλον δείχνει ότι οι Έλληνες θέλουν καθαρές λύσεις».
«Και καθαρές λύσεις σε περιόδους με έναν πόλεμο στη γειτονιά μας, με έναν εισαγόμενο πληθωρισμό λόγω της ενεργειακής κρίσης, έχουν ένα κόμμα αυτή τη στιγμή. Άρα εγώ δεν θα ήθελα αυτό το νεφέλωμα, ότι «ελάτε να τα πούμε, είναι καλά πράγματα να μιλάμε για την υγεία, την παιδεία και ό,τι άλλο». Αλλά έχουμε ένα πρόγραμμα ξεκάθαρο στην κρίση των πολιτών, και αυτοί θα επιλέξουν», κατέληξε ο κ. Πέτσας.
Ο κ. Μυλόπουλος από την πλευρά του δήλωσε ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων και έκλεισε με μια κουβέντα που είπε ο αδερφός ενός θύματος του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη και του προκάλεσε πάρα πολύ μεγάλη συγκίνηση: «Εγώ θέλω να πάω πίσω το 2019, όταν τα τρένα είχαν τηλεδιοίκηση και ζούσε ο αδερφός μου».