«Περιμένοντας το Μετρό…»

Η κατασκευή του μετρό της Θεσσαλονίκης δεν απέχει πολύ από μια μυθιστορηματική αφήγηση, αν σκεφτεί κανείς ότι εξυπηρέτησε για δεκαετίες το αφήγημα του νεοφιλελεύθερου μύθου του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού μιας πόλης οιωνεί ομήρου συντηρητικών, εσωστρεφών και οπισθοδρομικών ιδεοληψιών.

Με μία πλοκή που απέχει πολύ από τη ρεαλιστική πραγματικότητα, καθώς κατ’ αρχήν η χρηματοδότηση του έργου, τη δεκαετία του ’80, θα προέκυπτε από τα έσοδα της Δημοτικής Ραδιοφωνίας, ενώ στη συνέχεια, 20 χρόνια αργότερα όταν το μετρό δημοπρατήθηκε με την ορθόδοξη διαδικασία του δημόσιου και συγχρηματοδοτούμενου έργου, η χάραξή του παρακολουθούσε τα αρχαία ρωμαϊκά και βυζαντινά μονοπάτια του κέντρου της πόλης, καθιστώντας για μια ακόμη φορά βέβαιο το δύσκολο, αν όχι ανέφικτο του εγχειρήματος της ολοκλήρωσής του.

Το παραμύθι του μετρό Θεσσαλονίκης είχε πολλούς δράκους από την αρχή, για αυτό και γρήγορα το χρονοδιάγραμμα για την αποπεράτωσή του έπεσε σε τέλμα. Ήδη από το 2012, χρονιά συμβατικής αποπεράτωσής του, το έργο είχε φορτωθεί 5 χρόνια καθυστέρησης, πριν καν υπάρξει η παραμικρή υποψία για τον σπάνιο αρχαιολογικό πλούτο που θα αποκαλύπτονταν στους κεντρικούς σταθμούς του στη συνέχεια.

Και όλοι αυτοί οι σχεδιασμοί δεν συμπεριέλαβαν ποτέ το περιβάλλον κατασκευής του έργου, ένα υπόγειο αρχαιολογικό πάρκο, μια πόλη κάτω από την πόλη, λίγα μέτρα κάτω από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες της Θεσσαλονίκης.

Δεν άργησαν, λοιπόν, οι ανασκαφές να συναντηθούν με τα ρωμαϊκά κτίρια και τις βυζαντινές οδούς, που περίμεναν, σχεδόν αναλλοίωτες, τους μελλοντικούς επιβάτες του μετρό. Μπροστά στο ανυπέρβλητο θέαμα των αρχαιολογικών ευρημάτων, η νεοφιλελεύθερη αντίληψη για μια μονόπλευρη τεχνοκρατική ανάπτυξη της πόλης, ξεδιπλώθηκε με τον πλέον ωμό και κυνικό τρόπο.

Με πρόσχημα τον τεχνοκρατικό εκσυγχρονισμό μιας ανάπτυξης που έριξε την οικονομία της χώρας στα βράχια, τα αρχαιολογικά ευρήματα, που σχεδόν κραύγαζαν στη θέα τους για τη ζωντανή ιστορία της πόλης, επελέγη να μεταφερθούν και να «ενταφιαστούν» σε ένα πρώην στρατόπεδο στα δυτικά, χωρίς καμία σύνδεση με την ιστορία της πόλης.

Η λύση «ή αρχαία ή μετρό» που επελέγη ήταν να «ξεριζωθούν» οι αρχαιότητες από το φυσικό τους χώρο, το χώρο του υπό κατασκευή σταθμού Βενιζέλου, όπως ξεριζώνεται κάθε στοιχείο ταυτότητας που δεν συνάδει με το νεοφιλελεύθερο αφήγημα της αγοράς και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Πίσω από τις λέξεις κρύφτηκε τελικά με έντεχνο τρόπο η αντίληψη «ούτε αρχαία, ούτε μετρό», γιατί στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο δεν χωρούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε τόπου, όπως ο πολιτισμός και το περιβάλλον στην περίπτωση της πατρίδας μας, αυτά δηλαδή που ουσιαστικά και καθοριστικά υπηρετούν μακροπρόθεσμα την παραδοχή της αειφορικής ανάπτυξης.

Τους ανιστόρητους, αυτούς σχεδιασμούς τίναξε στον αέρα η τοπική κοινωνία, διαισθανόμενη την ύβρι απέναντι στην ιστορική ταυτότητα της πόλης. Ήταν οι Θεσσαλονικείς που παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια τους, υπέδειξαν το δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης για την πόλη τους, έναν δρόμο, που μας θυμίζει την «μέση οδό» του Αριστοτέλη, για να οδηγήσει σε μια δίκαιη ανάπτυξη μέσα από την ανάδειξη του τοπικού οικονομικού, κοινωνικού, πολιτιστικού και περιβαλλοντικού πλούτου.

Πολύ περισσότερο, όταν η αρχαιολογική και η πολιτιστική μας κληρονομιά μας κατατάσσει ακόμη στην κορυφή του πλανήτη, προσφέροντας μοναδικές ευκαιρίες βιώσιμης και ισόρροπης ανάπτυξης, ακόμη και σε εποχές ύφεσης και δημοσιονομικής εποπτείας.

Μια τέτοια ευκαιρία, αλλά και παράδειγμα βιώσιμης και ισόρροπης ανάπτυξης θα αποτελούν σε λίγα χρόνια και οι σταθμοί Βενιζέλου και Αγ. Σοφίας. Εκεί, όπου θα απαντάται η πλέον σύγχρονη, υψηλή τεχνολογία με το αρχαίο κάλλος, για να θυμίζει, ως τοπόσημο στους κατοίκους και τους επισκέπτες, τη διαχρονική και αδιάλειπτη, ακμάζουσα παρουσία της Θεσσαλονίκης στην ευρύτερη περιοχή.

Η επιλογή, λοιπόν, της νέας διοίκησης της Αττικό Μετρό «και αρχαία και μετρό», είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από την υπέρβαση ενός διχαστικού, τεχνητού διλήμματος.
Είναι το μέτρο της υπεράσπισης του ιστορικού παρελθόντος και της οικοδόμησης ενός ευοίωνου μέλλοντος, είναι η γέφυρα μεταξύ πολιτισμού και τεχνολογίας, που καταρρίπτει το νεοφιλελεύθερο μύθο που ήθελε την ανάδειξη των αρχαιολογικών θησαυρών να μην είναι συμβατή με την κατασκευή σύγχρονων τεχνικών επιτευγμάτων.

Το επιτυχές πείραμα της μακρυά από ιδεοληψίες υλοποίησης του μετρό της Θεσσαλονίκης με γρήγορους ρυθμούς σήμερα, με ταυτόχρονη ανάδειξη του πλούσιου ιστορικού πλούτου της πόλης που αποκαλύπτεται εξ αιτίας των έργων του μετρό, δείχνει τον δρόμο για μια νέα και διευρυμένη αντίληψη για την ανάπτυξη που θεμελιώνεται όχι σε παγκοσμιοποιημένα και εν πολλοίς ξενόφερτα πρότυπα, αλλά στα συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας πόλης με πλούσιους θησαυρούς, που επί χρόνια αδικούσε τον εαυτό της…

* Το άρθρο του Καθηγητή Γιάννη Α. Μυλόπουλου, Προέδρου της Αττικό Μετρό Α.Ε., δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ”.