Στο προεκλογικό τραπέζι υπάρχουν τρεις διακριτές πολιτικές προτάσεις όσον αφορά στην κυβέρνηση της επόμενης ημέρας.
Η μια είναι του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Σύμφωνα με αυτήν, ο μόνος τρόπος να κυβερνηθεί με σταθερότητα η χώρα, είναι να περάσει πρώτα μια περίοδο μακράς κυβερνητικής αστάθειας, μέχρι να εκλεγεί, μετά από επανειλημμένες αναμετρήσεις, η δική του κυβέρνηση αυτοδύναμη.
Κι όλα αυτά, για να περιπέσουμε και πάλι σε μια κυβερνητική περίοδο περιδίνησης γύρω από τη σταθερότητα της παρακμής, της φαυλότητας, της εξυπηρέτησης της οικονομικής ολιγαρχίας και της επικράτησης συνθηκών δημοκρατικής ανωμαλίας.
Αφού αυτό ήταν το δείγμα γραφής της κυβέρνησης Μητσοτάκη τα τελευταία κοντά 4 χρόνια.
Πρώτα γιατί υπονόμευσε το κράτος δικαίου και παραβίασε τους βασικούς πυλώνες της Δημοκρατίας, τα ατομικά δηλαδή δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, με τη μετατροπή της κρατικής και υπό τον πρωθυπουργικό έλεγχο ΕΥΠ, σε παρακράτος παράνομων παρακολουθήσεων.
Αλλά και στον τομέα της ελευθεροτυπίας και του πλουραλισμού, με τον έλεγχο και τη χειραγώγηση των ΜΜΕ, οδήγησε τη χώρα σε πρωτοφανή κατήφορο, καθώς υποχωρήσαμε στις διεθνείς αξιολογήσεις κατά 40 περίπου θέσεις σε σχέση με το 2019.
Δεύτερον γιατί διέλυσε το κοινωνικό κράτος, μέσα από ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων στη δημόσια Υγεία, στην Παιδεία, στα δημόσια αγαθά, όπως πρόσφατα το νερό, αλλά και στην ενέργεια, στα ευαίσθητα οικοσυστήματα και στο Περιβάλλον.
Τρίτον γιατί υποστήριξε συστηματικά τα οικονομικά συμφέροντα μιας μικρής επιχειρηματικής ελίτ, σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών που προσπαθεί να επιβιώσει στη χώρα με τη μεγαλύτερη ακρίβεια, τη μεγαλύτερη φτώχεια, τον μεγαλύτερο κοινωνικό αποκλεισμό και τη μικρότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη.
Πρόσφατα μάλιστα, η αποδυνάμωση των δημόσιων δομών, των οργανισμών και των υπηρεσιών προς όφελος οικονομικών συμφερόντων, προκάλεσε το χειρότερο σιδηροδρομικό δυστύχημα που έχει συμβεί ποτέ, μια μετωπική σύγκρουση σε διπλή σιδηροδρομική γραμμή με 57 νεκρούς.
Η κυβερνητική πρόταση λοιπόν ενός πολλαπλά αποτυχημένου πρωθυπουργού, ο οποίος μετά την ολέθρια διακυβέρνηση βρέθηκε αποδυναμωμένος και απομονωμένος, είναι οι επαναλαμβανόμενες εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι να αναδειχθεί ο ίδιος αυτοδύναμα ως πρωθυπουργός.
Η δια των διαδοχικών επαναλήψεων επανεκλογή του σημερινού πρωθυπουργού για άλλη μια τετραετία θα ήταν ο απόλυτος εφιάλτης, αν δεν εξέφραζε απλώς τους ευσεβείς πόθους του ίδιου και ενός τμήματος της παράταξής του που τον ακολουθεί.
Τα όσα περιγράφει περισσότερο μοιάζουν με αυτοεκπληρούμενες προφητείες ενός απεγνωσμένου και σε πορεία αποδρομής πρωθυπουργού, που προσπαθεί να κρατηθεί από τα μαλλιά του για να παραμείνει στην εξουσία.
Με μόνα όπλα την επικοινωνιακή του κυριαρχία και τις κατά παραγγελία του δημοσκοπήσεις. Από τις οποίες μονίμως όμως απέχει συνειδητά ένα 25% των ψηφοφόρων, όπως παραδέχονται οι ίδιοι οι δημοσκόποι. Ένας στους τέσσερις δηλαδή ψηφοφόρους, που διακατέχεται από τα πιο αντικυβερνητικά χαρακτηριστικά, απέχει πολιτικά από τις δημοσκοπήσεις.
Αυτός ο ένας στους τέσσερις που δεν καταμετράται, είναι αυτός που τελικά θα ορίσει και το αποτέλεσμα για την επόμενη κυβέρνηση. Όπως ακριβώς συνέβη το 2019, που υπολόγιζαν δημοσκοπικά τη δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ στο 24% και τελικά πήρε στις εκλογές κοντά στο 32%.
Η δεύτερη πρόταση για την επόμενη κυβέρνηση, είναι αυτή του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, του Νίκου Ανδρουλάκη.
Και αυτή η πρόταση έχει χαρακτηριστικά ευσεβών του πόθων.
Προτείνει, ως αρχηγός του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος, να γίνει αυτός ο ρυθμιστής των εκλογών και αυτός που θα ορίσει τον επόμενο πρωθυπουργό. Επιβάλλοντας όχι ένα προγραμματικό πλαίσιο προοδευτικής συνεργασίας, όπως θα ανέμενε κανείς από ένα κεντροαριστερό κόμμα.
Αλλά επιβάλλοντας τον επόμενο πρωθυπουργό εκτός κοινοβουλευτικής πραγματικότητας και εκτός δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Την ταυτότητα του οποίου, μάλιστα, κρατά σαν επτασφράγιστο μυστικό.
Παρά το γεγονός ότι η ταυτότητα του πρωθυπουργού – έκπληξη είναι περίπου γνωστή, εκείνο που έχει σημασία σε αυτή την πρόταση είναι ότι θα αναμετρηθούν στις επόμενες εκλογές 3 ή και περισσότεροι πολιτικοί αρχηγοί, οι οποίοι θα μετρήσουν τις δυνάμεις τους ως προς την αποδοχή που θα έχουν από το εκλογικό σώμα, για να προκύψει τελικά ως πρωθυπουργός ένας… αλεξιπτωτιστής.
Που ούτε τον ξέρουμε, ούτε τη δική του πρόταση διακυβέρνησης γνωρίζουμε, ούτε και θα έχουμε την ευκαιρία να την εγκρίνουμε. Θα μας προκύψει άνωθεν και εκτός διαδικασίας δημοκρατικής νομιμοποίησης, σαν εντολοδόχος, επειδή έτσι αποφάσισε το κόμμα που θα πάρει την τρίτη εντολή.
Κάτι τέτοια εκτός δημοκρατικής λογικής ακούει ο Μητσοτάκης και προτείνει την δια των διαδοχικών επαναλήψεων δική του ανάδειξη σε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η οποία όμως σκοντάφτει σε μια σειρά από πραγματικά δεδομένα.
Με πρώτο το εντελώς αβέβαιο, έως και απίθανο δεδομένο της εκτίμησής του, ότι η ΝΔ θα βγει πρώτη στις προτιμήσεις των εκλογέων στις 21 Μαίου.
Καθώς αν μετά από όσα δεινά έφερε στον τόπο ο Μητσοτάκης καταφέρει να βγει και πρώτος στις εκλογές, τότε ίσως η μόνη λύση που μας αξίζει, να είναι πράγματι αυτή που προτείνει ο Ανδρουλάκης.
Καλύτερα δηλαδή να μην ξέρουμε ποιος και πως θα μας κυβερνήσει ο επόμενος πρωθυπουργός, παρά να ξέρουμε ότι θα μας ξανακυβερνήσει και πάλι ο Μητσοτάκης…
Επειδή όμως αυτές οι δυο προτάσεις των δύο πολιτικών αρχηγών, που ο ένας διεκδικεί την πρωθυπουργία δια των διαδοχικών επαναλήψεων και ο άλλος διεκδικεί να την δώσει σε ένα άγνωστο πρόσωπο που μάλιστα δεν θα αναμετρηθεί στις εκλογές, πάσχουν η μεν πρώτη από λογική τεκμηρίωση και η δεύτερη από δημοκρατική νομιμοποίηση, υπάρχει, ευτυχώς, η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα.
Ο οποίος με δεδομένο ότι το επόμενο εκλογικό σύστημα είναι η απλή αναλογική και έχοντας υπόψη ότι σήμερα στην Ενωμένη Ευρώπη τα 22 από τα 26 κράτη έχουν κυβερνήσεις συνεργασίας, προτείνει την πιο λογική, την πιο αληθοφανή, την πιο δημοκρατική και την πιο εφικτή όσον αφορά στο αποτέλεσμα πρόταση.
Η πρόταση Τσίπρα είναι λογική και εφικτή γιατί στηρίζεται στο πραγματικό δεδομένο ότι το αποτέλεσμα των εκλογών θα διαπνέεται από τη βούληση της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος για Πολιτική Αλλαγή.
Με αυτό το δεδομένο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναδειχθεί σε πρώτη δύναμη και με διαφορά. Και ως πρώτο κόμμα, θα επιδιώξει τη διαμόρφωση προγραμματικών συγκλίσεων με τα υπόλοιπα κεντροαριστερά κόμματα, στην κατεύθυνση μιας προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας.
Η οποία κυβέρνηση θα έχει χαρακτηριστικά σταθερότητας, γιατί δεν θα στηρίζεται στην αλαζονική προσκόλληση στις θέσεις του ενός κόμματος, που ούτως ή άλλως, δεν θα συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.
Τι είναι συνεπώς εκλογικά πιο βιώσιμο και κυβερνητικά πιο σταθερό; Μια κυβέρνηση που με ένα μειοψηφικό ποσοστό 37% – 38%, θα επιβάλει τη θέλησή της στο 62% – 63% των εκλογέων;
Ή μια κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας 2 ή και περισσότερων κομμάτων, που όπως στην Ευρώπη, θα κυβερνήσει στηριζόμενη στο πλειοψηφικό ποσοστό του 45% – 50% του εκλογικού σώματος;
Τι είναι τελικά πιο δημοκρατικό; Να κυβερνήσουν τα κόμματα που εκπροσωπούν το 50% των εκλογέων ή ένα κόμμα αυτοδύναμης κυβέρνησης με ποσοστό μικρότερο από το 40%;
Το μεγάλο στοίχημα των επόμενων εκλογών είναι η πολιτική Αλλαγή.
Σε μια πολιτική κατεύθυνση που θα αποκαταστήσει τους θεσμούς της Δημοκρατίας και το Κράτος Δικαίου.
Με μια νέα κυβέρνηση που θα μετασχηματίσει τον παραγωγικό ιστό από την κατεύθυνση του κρατικιστικού καπιταλισμού που την οδήγησε ο Μητσοτάκης, χαρίζοντας μέσω των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιο πλούτο σε μια παρασιτική και αντιπαραγωγική οικονομική ολιγαρχία. Και μεταφέροντας το κέντρο βάρους της Οικονομίας και της Ανάπτυξης στο σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου, μέσα από μια εκτεταμένη παραγωγική ανασυγκρότηση που θα επιστρέψει τον δημόσιο πλούτο και τους δημόσιους οργανισμούς στους πραγματικούς του ιδιοκτήτες, που είναι ο ελληνικός λαός.
Κι ακόμη, με μια προοδευτική κυβέρνηση που θα αναδιανείμει ένα μέρος του νέου πλούτου που θα παράγει για την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους προς όφελος του πολίτη.
Σε πείσμα των όσων λέει ο Ανδρουλάκης για λόγους προεκλογικής σκοπιμότητας για πρωθυπουργό – έκπληξη που θα έρθει σαν αλεξιπτωτιστής και σε πείσμα των όσων επιμένει αντιδημοκρατικά ο Μητσοτάκης, υποσχόμενος νέες αποστασίες για να συνεχίσει το καταστροφικό του έργο αυτοδύναμος, η μόνη ρεαλιστική, εφικτή, προσαρμοσμένη στη βούληση των πολιτών και δημοκρατική πρόταση, είναι αυτή του Αλέξη Τσίπρα.
Αν η πρόταση προοδευτική συνεργασίας του Αλέξη Τσίπρα δεν τύχει της προτίμησης των όμορων κεντροαριστερών κομμάτων, με δεδομένη την πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, η μόνη λύση θα είναι η αυτοδυναμία του πρώτου σε δύναμη κόμματος στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Και η συρρίκνωση όσων μείνουν εκτός πρότασης συνεργασίας.
Η αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ τη δεύτερη Κυριακή των εκλογών και η μη αξιοποίηση της ευκαιρίας της απλής αναλογικής για κυβέρνηση συνεργασίας είναι μια πρόταση ανάγκης, αλλά όπως λένε, η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα.
Σε κάθε περίπτωση, η πρόταση αυτή είναι πολύ πιο ρεαλιστική όταν προέρχεται από μια κυβέρνηση Αλλαγής, παρά από μια κυβέρνηση εμμονής στη σταθερότητα της φτώχειας, της παρακμής, της φαυλότητας, της διαφθοράς και της διάλυσης κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους και Κράτους Δικαίου.
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα…