Η μεγέθυνση του ΑΕΠ δεν είναι η μόνη προϋπόθεση για την Ανάπτυξη σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή Οικονομία. Η Ανάπτυξη για να είναι ωφέλιμη και να έχει κοινωνικό αποτύπωμα πρέπει να χαρακτηρίζεται και από δικαιοσύνη τόσο ως προς την παραγωγή, όσο όμως και ως προς την αναδιανομή των καρπών της.
Σήμερα στην Ελλάδα το ΑΕΠ μεγεθύνεται, ως αποτέλεσμα της υπερκερδοφορίας μιας μικρής επιχειρηματικής ελίτ. Αυτά τα κέρδη όμως ούτε αφορούν στους πολλούς που υποφέρουν από φτώχεια, ούτε και αναδιανέμονται για να υποστηρίξουν το κοινωνικό κράτος.
Κι ενώ η διαχείριση της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη γίνεται μέσω μιας πολιτικής ρύθμισης των αγορών και ελέγχου των ανατιμήσεων, στη χώρα μας στηρίζεται στο ιδεολόγημα της αυτορρύθμισης, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτόν την κερδοσκοπία και την αισχροκέρδεια.
Αυτό που χαρακτηρίζει τη σημερινή οικονομική πολιτική στην Ελλάδα είναι ότι ένα ολιγοπώλιο τεσσάρων μεγάλων ενεργειακών επιχειρήσεων, που έγιναν πέντε με την προσθήκη της ιδιωτικοποιημένης ΔΕΗ, κερδίζουν δισεκατομμύρια από τις ανατιμήσεις που οι ίδιες επιβάλλουν στην αρρύθμιστη αγορά, αισχροκερδώντας σε βάρος των καταναλωτών που φτωχοποιούνται, μη έχοντας να πληρώσουν τους τεράστιους λογαριασμούς.
Τα υπερκέρδη του ολιγοπωλίου της ενέργειας, τα οποία δεν έχουν φορολογηθεί ακόμη παρά τις σχετικές υποσχέσεις, περνούν στους οικονομικούς δείκτες με θετικό πρόσημο, σηματοδοτώντας έτσι μια πλασματική Ανάπτυξη.
Το ΑΕΠ εμφανίζεται να μεγεθύνεται, με μια κερδοσκοπική διαδικασία όμως που μόνο σαν παραγωγική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Και επιπλέον με το όφελος από αυτήν να μην αφορά παρά μόνο σε ελάχιστους, χωρίς να συμβάλει στη γενική βελτίωση της ποιότητας της ζωής.
Οι τεράστιες ανισότητες που προκαλεί η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της αυτορρύθμισης της αγοράς, με τη μεγέθυνση των οικονομικών δεικτών να μην έχει ούτε παραγωγικό, ούτε όμως και κοινωνικό αποτύπωμα, είναι αυτό που η κυβέρνηση εμφανίζει σαν Ανάπτυξη.
Οι έρευνες της Eurostat πάντως διαψεύδουν κατηγορηματικά τον ισχυρισμό ότι βρισκόμαστε σε αναπτυξιακή τροχιά.
Πρώτα γιατί αποκαλύπτουν ότι κατατασσόμαστε, από κοινού με τη Βουλγαρία, στις δύο φτωχότερες χώρες της Ευρώπης. Με το 28% του πληθυσμού μας να απειλείται από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Δεύτερον γιατί μας κατατάσσουν ανάμεσα στις 5 χώρες της ΕΕ με τις χαμηλότερες αμοιβές, μαζί με τις πρώην ανατολικές Πολωνία, Ουγγαρία, Ρουμανία και Βουλγαρία.
Και τέλος γιατί για ολόκληρο το 2022 ήμασταν ανάμεσα στις δύο χώρες με την ακριβότερη τιμή ρεύματος στην Ευρώπη, ενώ για τον τελευταίο μήνα είμαστε συνεχώς και με απόσταση αρνητικοί πρωταγωνιστές στην ακρίβεια.
Παρά τους δείκτες δηλαδή που δείχνουν μεγέθυνση της Οικονομίας, τα ευρωπαϊκά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι γίναμε από τις πιο φτωχές, τις πιο κακοπληρωμένες και συγχρόνως και από τις πιο ακριβές χώρες της ΕΕ.
Εκτός αυτών, έχουμε να αντιμετωπίσουμε και μια πολιτική συνεχών ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων οργανισμών και δημόσιων αγαθών, που σηματοδοτεί την πλήρη κατάργηση του κοινωνικού κράτους.
Με τους πολίτες πλέον να υποχρεούνται να πληρώνουν εξ ιδίων τη νοσηλεία στα κατά τα άλλα δημόσια νοσοκομεία, τα οποία φέτος έχουν 10.000 λιγότερο νοσηλευτικό προσωπικό σε σχέση με πέρσι.
Κι ακόμη, με 20.000 νέους περισσότερους κάθε χρόνο σε σχέση με το παρελθόν να αποκλείονται από τα δημόσια πανεπιστήμια εξ αιτίας της βαθμολογικής βάσης και να οδηγούνται, δίκην πελατείας, στα ιδιωτικά κολέγια.
Στα οποία εγγράφονται πάντως χωρίς εξετάσεις και βαθμολογικά κριτήρια, με μόνη προϋπόθεση την καταβολή διδάκτρων.
Τέλος και η φορολογία της ενέργειας και των βασικών προϊόντων, παρά την ακρίβεια, διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα να εισρέουν δις ευρώ στα δημόσια ταμεία από το υστέρημα των πολιτών.
Με μόνο αντάλλαγμα τις εκ των υστέρων επιδοτήσεις που αποζημιώνουν ένα μικρό μέρος των συνολικών ανατιμήσεων, να ενισχύουν κι αυτές τελικά τα ταμεία των κερδοσκόπων.
Για να συμβεί η μετάβαση σε μια Δίκαιη Ανάπτυξη χρειάζεται μια Πολιτική Αλλαγή με τρεις πρϋποθέσεις.
Η πρώτη είναι να γίνει η Ανάπτυξη παραγωγική.
Που σημαίνει ότι η πρώτη πολιτική προτεραιότητα μιας αναπτυξιακής πολιτικής είναι μια ευρύτερη Παραγωγική Ανασυγκρότηση σε αυτοδύναμη κατεύθυνση, που δεν θα στηρίζεται σε εισαγωγές προϊόντων και σε απλή μεγέθυνση των δεικτών της Οικονομίας, αλλά στα εγχώρια συγκριτικά παραγωγικά πλεονεκτήματα.
Το κλίμα, η φύση, τα δημόσια αγαθά, οι ενεργειακοί πόροι και τα σπάνια οικοσυστήματα, τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα που είναι περιζήτητα στις διεθνείς αγορές και ο ελληνικός πολιτισμός, αγαθά δικά μας, στα οποία έχουν πρόσβαση ισότιμα όλοι οι Έλληνες, πρέπει να ξαναγίνουν τα ισχυρά παραγωγικά πλεονεκτήματα μιας Αυτοδύναμης Παραγωγικής Ανασυγκρότησης.
Και επιπλέον οι πολίτες που σήμερα αποκλείονται από την Ανάπτυξη και φτωχοποιούνται, πρέπει να ξαναγίνουν ο κορμός του παραγωγικού δυναμικού της αναπτυξιακής αναγέννησης.
Μια τέτοια Παραγωγική Ανάπτυξη θα είναι δίκαιη γιατί, σε αντίθεση με την πολιτική της μεγέθυνσης της Οικονομίας, θα αφορά και θα ωφελεί όλους τους πολίτες.
Αυτός άλλωστε είναι και ο μόνος δρόμος για να μη ξαναζήσουμε την κρίση χρέους που ζήσαμε προ του 2010 και που έριξε την Οικονομία μας στα βράχια των μνημονίων. Μια πολιτική που εν πολλοίς συνεχίζει να εφαρμόζεται και σήμερα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η οποία αντί να ενισχύει τα δημόσια έσοδα με παραγωγικές επενδύσεις, ενισχύει την ιδιωτική πρωτοβουλία και μια ελίτ ευνοούμενων επιχειρηματιών με απευθείας αναθέσεις και δημόσιο χρήμα. Ενισχύοντας από την άλλη τα δημόσια ταμεία αποκλειστικά μέσω της αφαίμαξης των φτωχοποιημένων πολιτών που πληρώνουν, εν μέσω ενεργειακής κρίσης, υψηλούς φόρους.
Η δεύτερη προϋπόθεση για τη δρομολόγηση μιας δίκαιης αναπτυξιακής πολιτικής είναι η ρύθμιση και ο έλεγχος της αγοράς.
Ένα μέτρο που θα θέσει ένα οριστικό τέλος στο ολιγοπώλιο των κερδοσκόπων που επωφελείται από το ιδεολόγημα της αυτορρύθμισης και αισχροκερδεί σε βάρος των πολλών.
Η πολιτική της ρύθμισης της αγοράς θα αποκαταστήσει τις αδικίες και τις στρεβλώσεις του χωρίς ανταγωνισμό ολιγοπωλίου μιας μικρής επιχειρηματικής ελίτ, που καθορίζει ανεξέλεγκτα από μόνο του τις τιμές, μακράν κάθε πνεύματος ανταγωνισμού.
Η τρίτη προϋπόθεση τέλος μιας δίκαιης αναπτυξιακής πολιτικής είναι η αναδιανομή των κερδών της Ανάπτυξης για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους στην Υγεία, στην Παιδεία, στις εργασιακές σχέσεις και στην κοινωνική φροντίδα.
Μια πολιτική που είναι δίκαιη γιατί αποκαθιστά το κοινωνικό αποτύπωμα της Ανάπτυξης και την κάνει ωφέλιμη και γι’ αυτό και κοινωνικά αποδεκτή.
Για να γίνει η Ανάπτυξη δίκαιη χρειάζεται μια μεγάλη Πολιτική Αλλαγή από τη συντηρητική κατεύθυνση του «πολλά σε λίγους», στην προοδευτική πολιτική του «Δικαιοσύνη παντού».
Μια πολιτική που θα αποκαθιστά τις αδικίες σε όλους τους κρίσιμους τομείς της δημόσιας σφαίρας, μεταξύ των οποίων και στον τομέα της Ανάπτυξης.
Πηγή: https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/treis-proypotheseis-gia-mia-dikaii-anaptyksi