Κανείς βέβαια δεν περίμενε να πέσει η κυβέρνηση εξ αιτίας της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε στη Βουλή ο Αλέξης Τσίπρας και η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε αυτός ήταν ο σχεδιασμός που οδήγησε στην απόφαση να κατατεθεί η πρόταση δυσπιστίας. Η οποία δεν ήταν καθόλου προϊόν πολιτικού τακτικισμού αλλά αντίθετα, ήταν κατά κύριο λόγο μια απόδειξη σεβασμού προς τους θεσμούς από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Διότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ δεν κατέθετε πρόταση μομφής σε βάρος της κυβέρνησης σε αυτή την ιδιαίτερα σοβαρή συγκυρία της δημοκρατικής εκτροπής και του βιασμού των θεσμών, υπερασπιζόμενος τη Δημοκρατία, τους θεσμούς και το κράτος δικαίου, πότε θα το έκανε;
Το γεγονός, άλλωστε, ότι η πρόταση προέρχονταν από το… αντίπαλο πολιτικό στρατόπεδο ήταν βέβαιο ότι θα συσπείρωνε την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ. Για τους λάθος, πιθανόν, λόγους και με τρόπο οπωσδήποτε αυτοκαταστροφικό, αλλά πάντως ήταν γνωστό εκ των προτέρων ότι θα τους συσπείρωνε.
Μπορεί λοιπόν η κυβέρνηση να μην έπεσε, καθώς η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ εμφανίστηκε αρραγής, καταψηφίζοντας με 156 ψήφους την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, μεταξύ των οποίων ήταν και η ψήφος του υπό παρακολούθηση υπουργού Κωστή Χατζηδάκη και της υπό παρακολούθηση αδελφής του πρωθυπουργού Ντόρας Μπακογιάννη. Όπως ήταν και η ψήφος των πρώην πρωθυπουργών Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, οι οποίοι είχαν εμφανιστεί πολύ αυστηροί σε ζητήματα τήρησης των θεσμών, αφήνοντας υπόνοιες ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα υγιούς αντίδρασης στη ΝΔ απέναντι στον αποστάτη της Δημοκρατίας.
Στο όνομα μιας κακώς νοούμενης υποστήριξης της παράταξης, ουδείς τόλμησε να πάει απέναντι στο διεφθαρμένο κομματικό… μαντρί.
Η κυβέρνηση δεν έπεσε, έπεσαν όμως οι… μάσκες. Του Κυριάκου Μητσοτάκη πρώτα από όλα, καθώς και της κυβέρνησής του και της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ.
Η πρώτη μάσκα που έπεσε κατά την τριήμερη συζήτηση της πρότασης μομφής του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, είναι η μάσκα της αθωότητας που επιτηδευμένα όσο και επιδεικτικά είχαν φορέσει μέχρι πρότινος στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Τα «δεν ήξερα, δεν γνώριζα και δεν μου έλεγαν» που επικαλούνταν ο πρωθυπουργός αποδομήθηκαν άρδην, ως αποτέλεσμα της αφωνίας του να απαντήσει στα αμείλικτα ερωτήματα που του υπέβαλε ο Αλέξης Τσίπρας, όσο και της αδυναμίας του να δώσει ξεκάθαρες εξηγήσεις στις βαριές κατηγορίες που του απευθύνθηκαν.
Η διαρκής προσπάθεια αντιπερισπασμού, με την αναφορά στα… στημένα ειδικά δικαστήρια Μητσοτάκη σε βάρος του Νίκου Παππά, που ήταν ο μόνος υπουργός που υποχρέωσε τους ιδιοκτήτες των καναλιών να πληρώσουν για το δημόσιο αγαθό που διαχειρίζονται κερδοσκοπικά, το μόνο που απέδειξαν ήταν η ένδεια επιχειρημάτων απέναντι στις βαριές κατηγορίες Τσίπρα για εγκληματική οργάνωση με έδρα το Μέγαρο Μαξίμου.
Κι ακόμη, η κατασκευή υποθέσεων που έρχονται από το παρελθόν, προκειμένου να συμψηφιστούν οι πολιτικές και πιθανόν και οι ποινικές ευθύνες Μητσοτάκη για το ελληνικό Watergate αποδείχθηκαν άσφαιρες. Γιατί το μόνο που ανέδειξαν είναι η ενοχή του πρωθυπουργού, ο οποίος στην προσπάθειά του να σωθεί ακολούθησε την τακτική που ακολουθούν όλοι οι ένοχοι. Επιχείρησε δηλαδή να απαλλαγεί από τις ευθύνες όχι αποδεικνύοντας την αθωότητά του, αλλά κατασκευάζοντας και υποδεικνύοντας ενόχους για άλλα υποτιθέμενα αδικήματα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από τη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ βγήκε βαριά εκτεθειμένος και πολλαπλά πληγωμένος. Γιατί η απουσία απαντήσεων και η αδυναμία του να δώσει πειστικές εξηγήσεις για όσα κατηγορήθηκε, ανέδειξαν στα μάτια όλων την ενοχή του για το μέγα σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.
Η δεύτερη… μάσκα που έπεσε από τον Μητσοτάκη κατά τη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας εναντίον του είναι η μάσκα της… σταθερότητας με την οποία σχεδίαζε να πάει σε εκλογές. Καθώς δεν μπορεί πια να εμφανίζεται σαν εγγυητής της πολιτικής σταθερότητας ο ένοχος για την αποσταθεροποίηση των δημοκρατικών θεσμών.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μη δυνάμενος να απαντήσει στις βαριές κατηγορίες που του απηύθυνε ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος μεταξύ άλλων τον αποκάλεσε και εγκέφαλο εγκληματικής οργάνωσης με έδρα το Μέγαρο Μαξίμου, αναγορεύτηκε σε παράγοντα ανωμαλίας για τη Δημοκρατία και αποσταθεροποίησης για τους θεσμούς.
Η τρίτη… μάσκα που έπεσε είναι αυτή του ευρύτερα αποδεκτού ηγέτη και του δημοφιλούς πρωθυπουργού. Το γεγονός ότι η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ υπερψηφίστηκε από το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ακόμη και από το ΠΑΣΟΚ και τους Ελεύθερους Έλληνες, δύο κόμματα στα οποία ο Μητσοτάκης προσέβλεπε για κυβερνητική συνεργασία σε περίπτωση που δεν έχει αυτοδυναμία, τον απομόνωσε πολιτικά και ανέδειξε το πολιτικό του κενό.
Αλλά και οι εναντίον του γνωματεύσεις περιώνυμων συνταγματολόγων προερχόμενων από τον πολιτικό χώρο του Κέντρου, προεξάρχοντος του μέχρι πρότινος υποστηρικτή του Ευάγγελου Βενιζέλου, αναδεικνύουν την απομόνωσή του και την πολιτική του μοναξιά.
Η τέταρτη μάσκα που έπεσε είναι αυτή που ήθελε τη ΝΔ κόμμα με δημοκρατικές καταβολές και ευαισθησίες. Η καταψήφιση από το σύνολο της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ της πρότασης δυσπιστίας, είτε ως προϊόν εκβιασμού είτε και ως αποτέλεσμα κακώς νοούμενου κομματικού πατριωτισμού, εκθέτει βαριά τη ΝΔ.
Και αποδεικνύει ότι η ΝΔ του Μητσοτάκη περισσότερο μοιάζει με την προδικτατορική ΕΡΕ του παρακράτους και ελάχιστα με την μεταπολιτευτική ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Μια πολιτική παράταξη, ο αρχηγός της οποίας ως πρωθυπουργός παραβιάζει το Σύνταγμα, καταλύει το κράτος δικαίου και καταρρακώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς, η οποία όταν καλείται να προχωρήσει σε κάθαρση δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στον φαύλο πρωθυπουργό, είναι μια παράταξη που πυροβολεί τα πόδια της.
Ο Μητσοτάκης για να σωθεί τους πήρε όλους στο λαιμό του. Ούτε ο Καραμανλής, ούτε ο Σαμαράς, ούτε καν οι παρακολουθούμενοι τόλμησαν να διαφοροποιηθούν.
Καταψηφίζοντας την πρόταση μομφής που τους έδινε την ευκαιρία για κάθαρση, γίνονται συνένοχοι με τον Μητσοτάκη.
Η τελευταία μάσκα που έπεσε είναι αυτή που ήθελε τον Μητσοτάκη να γράφει τη δική του ιστορία, ανεξάρτητα από τη βαριά ιστορία του πατέρα του, την φορτωμένη με την αποστασία του 1965 και με την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και τις παρακολουθήσεις, το βρώμικο ’89.
Η αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στο παρακράτος της ΕΥΠ ως «αποστασία από τη δημοκρατία», ήταν ευθεία βολή στο αμαρτωλό παρελθόν του πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού.
Στη μεταπολιτευτική ιστορία υπήρξαν μόνο δύο πρωθυπουργοί που ποινικοποίησαν την πολιτική ζωή, στέλνοντας τους πολιτικούς τους αντιπάλους στα ειδικά δικαστήρια και συγχρόνως στήνοντας δίκτυο παρακολουθήσεων.
Ο πατέρας και ο γιός Μητσοτάκης.
Λένε ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Και όταν επαναλαμβάνεται, επαναλαμβάνεται σαν φάρσα.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε αν ο Αλέξης Τσίπρας, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ανδρέα Παπανδρέου, θα τη χαρίσει στον γιο Μητσοτάκη για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, όπως έκανε ο Ανδρέας στον πατέρα Μητσοτάκη, όταν ξαναέγινε πρωθυπουργός το 1994.
Θα έχει πράγματι ενδιαφέρον…
Πηγή:
https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/i-kybernisi-den-epese-epesan-omos-oi-maskes