Ομιλία του καθηγητή Γιάννη Μυλόπουλου, προέδρου της Αττικό Μετρό Α.Ε. στην εκδήλωση “Μετρό και Πολιτισμός. Τα υπόγια ρεύματα μιας πόλης” στο πλαίσιο της 14ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης.
Πέραν των συγκοινωνιακών, οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων που έχει το Μετρό, η ελληνική εμπειρία αποδεικνύει ότι το έργο συμβάλλει και στην ανάδειξη της ιστορίας και του πολιτισμού των πόλεων, όπου τα έργα μετρό κατασκευάζονται και λειτουργούν.
Αυτό, λοιπόν, που δεν προκύπτει εκ πρώτης όψεως, αλλά είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον στην περίπτωση των έργων Μετρό, είναι η αρμονική συνύπαρξη ενός μεγάλου τεχνικού έργου υποδομής με τo παρελθόν, την ιστορία και τον εθνικό μας πολιτιστικό πλούτο. Η σφραγίδα των έργων Μετρό στο σύγχρονο πολιτισμό περνά μέσα από την ανάδειξη της ιστορίας και της πολιτιστικής ταυτότητας των πόλεων, όπου τα έργα Μετρό εκτελούνται.
Το παράδειγμα της Αθήνας, με την αποκάλυψη «της πόλης κάτω από την πόλη» και την έκθεση των ευρημάτων στους σταθμούς του Μετρό, η ανάδειξη των ευρημάτων από την κατασκευή της επέκτασης στον Πειραιά κατά τη προηγούμενη χρονιά με την έκθεση «Στην Επιφάνεια», καθώς και οι αρχαιολογικές εργασίες που συνεχίζονται στη Θεσσαλονίκη πιστοποιούν τον πολιτιστικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσουν τα έργα του Μετρό.
Για τις ανάγκες κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης πραγματοποιείται η μεγαλύτερη αρχαιολογική ανασκαφή που έχει γίνει ποτέ στη πόλη, συνολικής έκτασης 20.000 τ.μ. Η αποκάλυψη αρχαιολογικών ευρημάτων ήταν συνεχής, με μεγαλύτερη πυκνότητα ευρημάτων στο εντός των τειχών τμήμα της Θεσσαλονίκης, από την πλατεία Δημοκρατίας έως το Συντριβάνι. Οι αρχαιολογικές εργασίες, συνολικού προϋπολογισμού 120 -πλέον- εκατομμυρίων ευρώ, έχουν φέρει στο φως περί τα 130.000 αρχαιολογικά ευρήματα. Μέρος αυτών θα αναδειχθεί, όπως έγινε και στην Αθήνα, σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους μέσα σε σταθμούς που θα λειτουργούν ως σημεία αναφοράς για τη Θεσσαλονίκη.
Αξίζει εδώ να σταθούμε σε δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, που έχουν απασχολήσει αρκετές φορές και την επικαιρότητα, τους σταθμούς «Βενιζέλου» και «Αγία Σοφία». Εκεί λαμβάνει χώρα αυτό που ονομάζουμε «το πείραμα της Θεσσαλονίκης». Σε αυτούς τους δυο υπό κατασκευή σταθμούς εφαρμόζεται μια καινοτόμος προσέγγιση, αυτή της συνάντησης της Τεχνολογίας αφενός με τον Πολιτισμό αφετέρου.
Η συνάντηση αυτή προσελκύει ήδη το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας και αναμένεται να εξελιχθεί σε ισχυρό τοπόσημο της πόλης και γι αυτό και σε πηγή οικονομικής ανάπτυξης, μια και θα τονώσει την επιχειρηματικότητα, το εμπόριο και τον τουρισμό στη Θεσσαλονίκη. Αυτό είναι ένα κορυφαίο παράδειγμα του πως ο Πολιτισμός μπορεί να φέρει οικονομική ανάπτυξη μέσω της τεχνολογίας.
Στο σταθμό «Βενιζέλου» ένα ζήτημα που δίχασε τη Θεσσαλονίκη έχει πια λυθεί αποτελεσματικά μέσα από την γόνιμη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Είναι η πρώτη φορά που όλοι οι φορείς συνεργάζονται για την επίτευξη δυο στόχων που μέχρι πρότινος φαίνονταν ανταγωνιστικοί: η κατασκευή του σταθμού αφενός, και η αξιοποίηση και ανάδειξη των σημαντικών αρχαιολογικών ευρημάτων αφετέρου.
Όπως είναι γνωστό, κατά την εκσκαφή του σταθμού, αποκαλύφθηκε σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης ένα μοναδικό μνημειακό σύνολο, ο Decumanus Maximus, η βασική οδική αρτηρία της ρωμαϊκής πόλης μαζί τα παρακείμενα καταστήματα, τα υδραυλικά έργα κτλ που αναδεικνύει την ιστορική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης και συμπληρώνει την ιστορική φυσιογνωμία του κέντρου της πόλης.
Μέσα από τη πρότασή μας, το σπουδαίο αρχαιολογικό εύρημα που βρέθηκε στο σταθμό «Βενιζέλου» και αποκαλύπτει μια πόλη κάτω από την πόλη, θα διατηρηθεί κατά χώραν και θα συνυπάρξει αρμονικά, ως επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος, με τον σταθμό του Μετρό που θα κατασκευαστεί. Ο Σταθμός «Βενιζέλου» θα αποτελέσει με την ολοκλήρωσή του όχι απλώς έναν ακόμη σταθμό της γραμμής του Μετρό αλλά ένα σημαντικό τοπόσημο μοναδικής αξίας, καθώς θα αναδεικνύει τις δυνατότητες συνύπαρξης μεταξύ έργων πολιτισμού και σύγχρονων τεχνολογικών επιτευγμάτων.
Αξίζει να τονιστεί ακόμα μια φορά ότι η λύση της Αττικό Μετρό ΑΕ, στην οποία στηρίχθηκε η μελέτη, σήμερα είναι μονόδρομος.
Πρώτον, διότι η λύση της κατά χώραν ανάδειξης των αρχαιοτήτων, σύμφωνα με τη γνώμη των ειδικών επί του θέματος αρχαιολόγων, αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη επιστημονικά λύση, καθώς διατηρεί ανέπαφο το 91% των ευρημάτων και διασφαλίζει την ολοκληρωμένη ανάδειξή τους ως ενιαίου συνόλου. Οποιαδήποτε προσωρινή απόσπαση και επανατοποθέτησή τους, σύμφωνα πάντα με τη γνώμη των ειδικών, θα κατέστρεφε και θα ακύρωνε την αξία των ευρημάτων, ως ενιαίου και αναπόσπαστου συνόλου.
Δεύτερον, διότι σήμερα η λύση της κατά χώραν ανάδειξης είναι η μόνη λύση που είναι συμβατή με τη νομιμότητα, με δεδομένη τη γνωμοδότηση του ΚΑΣ και την τελευταία σχετική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού του 2015, που επιβάλλει την κατά χώραν ανάδειξη των αρχαιοτήτων.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι με αυτή τη λύση εκτός από έναν υπερσύγχρονο σταθμό η πόλη κερδίζει και έναν μοναδικό στον κόσμο ανοιχτό αρχαιολογικό χώρο εντός του σταθμού, προσδίδει στη λύση αυτή μεγάλη προστιθέμενη αξία και έχει πολλαπλά οφέλη για την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και για τη διεθνή προβολή της Θεσσαλονίκης. Το νέο αυτό σημαντικό τοπόσημο θα συμβάλει στην ανάδειξη της ιστορίας της Θεσσαλονίκης και θα έχει σημαντικές αναπτυξιακές επιπτώσεις, καθώς θα αποτελέσει πόλο έλξης για την τουριστική και μέσω αυτής και για την επιχειρηματική δραστηριότητα στην περιοχή. Αυτή η διάσταση του μεγάλου οικονομικού οφέλους που αναμένεται να προκύψει για την πόλη είναι άκρως ενδιαφέρουσα όχι μόνο γιατί βρισκόμαστε σε εποχή οικονομικής κρίσης αλλά κυρίως γιατί απαντά με τον πιο πειστικό τρόπο στους ισχυρισμούς ότι η συγκεκριμένη λύση θα κοστίσει περισσότερο σε σύγκριση με τον αρχικό σχεδιασμό. Κι αυτό γιατί από τον συνυπολογισμό κόστους και οφέλους προκύπτει η οικονομική αξιολόγηση τέτοιων μεγάλων παρεμβάσεων.
Στο σταθμό «Αγία Σοφία» έχουμε επίσης μια παρόμοια περίπτωση όπου η κατασκευή του σταθμού θα προχωρήσει με διατήρηση και ανάδειξη επίσης σπουδαίων αρχαιολογικών ευρημάτων που βρέθηκαν εκεί. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, βρέθηκε η βέλτιστη δυνατή λύση, ώστε και ο σταθμός να μείνει αλώβητος και τα αρχαία να αναδειχθούν. Για να γίνει αυτό υπήρξε στενή συνεργασία για περίπου δυο μήνες με το Υπουργείο Πολιτισμού και την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης.
Το αποτέλεσμα είναι πως, σύμφωνα με την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου λίγες μόνο ημέρες πριν την σημερινή εκδήλωση, οι δύο βυζαντινές ημικυκλικές πλατείες που βρέθηκαν στη βόρεια και νότια είσοδο του υπό κατασκευή σταθμού «Αγίας Σοφία» του Μετρό Θεσσαλονίκης θα διατηρηθούν και θα αναδειχτούν. Συγκεκριμένα, στη βόρεια είσοδο, η πλατεία και οι αρχαιότητες που την πλαισιώνουν, θα διατηρηθούν κατά χώραν, ενώ στη νότια είσοδο η πλατεία θα αποσπαστεί προσωρινά και θα επανατοποθετηθεί σε ειδικό επίπεδο.
Όλα αυτά θα συμβούν με μικρές τροποποιήσεις του σταθμού που δεν δημιουργούν κανένα πρόβλημα στη λειτουργικότητα και την ασφάλειά του.
Η σχέση του Μετρό με τον Πολιτισμό δεν περιορίζεται μόνο στην διατήρηση και ανάδειξη αρχαιοτήτων που εντοπίστηκαν κατά τη φάση κατασκευής του. Όπως είναι γνωστό οι σταθμοί στο Μετρό της Αθήνας φιλοξενούν και εξαιρετικά έργα σύγχρονης τέχνης Ελλήνων δημιουργών με στόχο την αναβάθμιση της αισθητικής των σταθμών. Έτσι, οι επιβάτες του Μετρό στην Αθήνα μπορούν να θαυμάσουν έργα του Γιώργου Ζογγολόπουλου, του Κώστα Βαρώτσου, του Γιάννη Μόραλη, του Αλέκου Φασιανού, του Δημήτρη Μυταρά, του Γιάννη Γαϊτη, του Κώστα Τσόκλη και άλλων σπουδαίων δημιουργών μας.
Η ίδια πρακτική θα ακολουθηθεί και στο Μετρό της Θεσσαλονίκης με στόχο οι σταθμοί να αποτελούν μικρές οάσεις πολιτισμού εντός της καθημερινότητας των πολιτών. Για το σκοπό αυτό, είναι άλλωστε στις σκέψεις μας η συνεργασία με τη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Τέλος, στους σκοπούς μας είναι –μετά την ολοκλήρωση του αρχαιολογικού έργου- να προχωρήσουμε στην έκδοση ενός λευκώματος για τα αρχαιολογικά ευρήματα που ανακαλύφθηκαν με αφορμή τις εργασίες κατασκευής του Μετρό που θα ξετυλίγει την ιστορία αιώνων της Θεσσαλονίκης που ήταν κρυμμένη στο υπέδαφος της πόλης μας. Θα αποτελέσει μια μικρή συμβολή στην ανάδειξη της ιστορικής και πολιτιστικής ταυτότητας της Θεσσαλονίκης. Ελπίζω πως η φιλοδοξία μας αυτή θα γίνει πράξη και η παρουσίαση του λευκώματος θα πραγματοποιηθεί για πρώτη φορά εδώ, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης.