Κάθε φορά που η κυβέρνηση, είτε δια του υπουργού μεταφορών Κώστα Καραμανλή είτε δια του ίδιου του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη κάνει δηλώσεις για το Μετρό της Θεσσαλονίκης, δεν είναι για να ανακοινώσει κάτι που θα γίνει. Αλλά αντίθετα, για να ακυρώσει κάτι που δεν θα γίνει.
Και πάντα βέβαια για την αποτυχία δεν φταίνε οι ίδιοι, αλλά κάποιοι άλλοι.
Πρώτος ο κ. Μητσοτάκης έσυρε το χορό των ακυρώσεων το 2019, στα εγκαίνια της ΔΕΘ, όταν ακύρωσε την ολοκλήρωση του έργου στο τέλος του 2020. Και μαζί με αυτήν ακύρωσε και το σχέδιο που ήθελε το σημαντικό αρχαιολογικό σύμπλεγμα της Βενιζέλου να παραμένει αμετακίνητο στη θέση του.
Επιβεβαιώνοντας με την ακύρωση αυτή το ρητό «ενός κακού μύρια έπονται».
Γιατί ακυρώνοντας τον προηγούμενο σχεδιασμό, υποσχέθηκε ότι το έργο θα παραδίνονταν σε λειτουργία τον Απρίλιο του 2023. Μια υπόσχεση εκ του αποτελέσματος ανεκπλήρωτη.
Ύστερα γιατί η δικαιολογία που εκτόξευσε για να ακυρώσει την ολοκλήρωση του έργου το 2020, ήταν ότι δήθεν αυτό δεν θα τελείωνε ποτέ. Ξεχνώντας όμως να πει ότι στο υποθετικό ενδεχόμενο που ο εργολάβος πράγματι δεν παρέδιδε το έργο στην ώρα του, ήταν δεσμευμένος από τη σύμβαση και το χρονοδιάγραμμα που είχε υπογράψει με την Αττικό Μετρό να πληρώνει εκείνος ρήτρες στο δημόσιο.
Και όχι να πληρώνει το δημόσιο ρήτρες στον εργολάβο, όπως συμβαίνει σήμερα, μετά την κατάργηση του χρονοδιαγράμματος από τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη.
Κι ακόμη γιατί η υπόσχεση του φτηνότερου έργου, όπως διαφήμιζε τότε την ακύρωση του σχεδιασμού του έργου ο πρωθυπουργός, εξελίχθηκε σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ περισσότερα, μια και τόσα πληρώνει έκτοτε το δημόσιο στον εργολάβο.
Πλήρης δηλαδή ανατροπή. Κι αυτό γιατί, για τις καθυστερήσεις μετά το 2019 την ευθύνη έχει ο ίδιος ο πρωθυπουργός που με δική του απόφαση άλλαξε ο σχεδιασμός και πήγε το έργο πίσω.
«Τρίβουν τα χέρια τους οι εργολάβοι» έγραφα τότε για την ολέθρια απόφαση του κ. Μητσοτάκη να υπογράψει την καταδίκη των αρχαίων και μαζί με αυτήν και την καθυστέρηση του έργου, καθώς και την αιμορραγία δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ δημόσιου χρήματος σε αποζημιώσεις. Αλλά κανείς δεν άκουγε…
Στη συνέχεια τη σκυτάλη των ακυρώσεων πήρε ο υπουργός μεταφορών Κώστας Καραμανλής. Ο οποίος πρώτα ακύρωσε την υπόσχεση του πρωθυπουργού, για να υποσχεθεί αυτός με τη σειρά του την παράδοσή του έργου στο τέλος του 2023.
Τρία ολόκληρα χρόνια δηλαδή μετά την ημερομηνία που θα ολοκληρώνονταν, αν δεν είχαν ακυρώσει τον προηγούμενο σχεδιασμό.
Μόνο που κι αυτή η υπόσχεση αποδεικνύεται σήμερα ανεκπλήρωτη. Γιατί ήρθε ο υπουργός προχτές με δηλώσεις του στην εφημερίδα Καθημερινή να ακυρώσει τη δική του υπόσχεση. Και την παράδοση και τη λειτουργία του έργου στο τέλος του 2023, όπως είχε υποσχεθεί, να τη μετατρέψει τώρα σε… κατασκευαστική ολοκλήρωση. Με την παράδοση και λειτουργία του Μετρό να πηγαίνει στις καλένδες.
Καθυστέρηση δηλαδή στο διηνεκές, δια της γνωστής μεθόδου της… διολισθήσεως.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον από αυτή την ακύρωση που εξήγγειλε ο υπουργός, είναι οι δικαιολογίες που χρησιμοποίησε. Οι οποίες βρίθουν ανακριβειών, όπως και αβάσιμων και ανυπόστατων ισχυρισμών.
Πρώτα γιατί, συνεπής ο υπουργός με το «για όλα φταίνε οι άλλοι», απέδωσε την καθυστέρηση του έργου στις προσφυγές των πολιτών και των φορέων στο ΣτΕ. Μια δικαιολογία φτηνή, η οποία δεν εξηγεί πως η εκδίκαση των προσφυγών για το σταθμό Βενιζέλου κατάφερε να καθυστερήσει την ολοκλήρωση και των υπόλοιπων σταθμών, εκτός Βενιζέλου, την επέκταση της γραμμής στην Καλαμαριά και τις δύο υπό σχεδιασμό επεκτάσεις του έργου, μια προς τα δυτικά και μια προς αεροδρόμιο. Για τις οποίες μάλιστα οι μελέτες ήταν έτοιμες από την προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά τα δύο έργα δεν έχουν δρομολογηθεί ακόμη, 4 ολόκληρα χρόνια μετά.
Και τέλος, η δικαιολογία του υπουργού ότι φταίνε οι προσφυγές των πολιτών, δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί καθυστέρησε ο διαγωνισμός της ανάθεσης της λειτουργίας του έργου σε ιδιώτη. Που είναι και η αιτία για την οποία το έργο δεν θα λειτουργήσει ούτε στο τέλος του 2023.
Εδώ η κυβέρνηση είναι έκθετη δυο φορές. Μια γιατί ακύρωσε το νόμο του ΣΥΡΙΖΑ με τον οποίο το Μετρό θα λειτουργούσε με δημόσιο έλεγχο, υπό την ΑΣΥΘ (Αστικές Συγκοινωνίες Θεσσαλονίκης). Την οποία φρόντισαν να καταργήσουν μόλις έγιναν κυβέρνηση. Και σαν να μην έφτανε αυτό, καθυστέρησαν και 3 χρόνια τη δημοπράτηση της ανάθεσης της λειτουργίας του έργου σε ιδιώτη.
Δίνοντας τη δυνατότητα στον επόμενο πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να υποσχεθεί, καταχειροκροτούμενος από τους ανακουφισμένους από την εξαγγελία του Θεσσαλονικείς, ότι η προοδευτική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές θα επαναφέρει τη λειτουργία του έργου υπό δημόσιο χαρακτήρα.
Αφού η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποδείχθηκε ικανή να ακυρώνει και να καταστρέφει, ανίκανη όμως για να κατασκευάζει και να ολοκληρώνει…
Ένα δεύτερο σημείο το οποίο πάσχει από αφόρητη αναλήθεια στις δηλώσεις του υπουργού είναι αυτό που αποδίδει την καθυστέρηση του έργου και τα εκατομμύρια των αποζημιώσεων στην… πολιτικοποίησή του.
Εκτός κι αν σαν πολιτικοποίηση, ο υπουργός εννοεί τη σταθερή πολιτική των κυβερνήσεων της ΝΔ να καθυστερούν τα έργα για να κερδίζουν αποζημιώσεις οι εργολάβοι.
Γιατί το διάστημα 2006 – 2009, τα πρώτα χρόνια που το έργο προχώρησε ελάχιστα και γι’ αυτό δεν τελείωσε στην ώρα του το 2012, στην κυβέρνηση ήταν η ΝΔ. Κι αργότερα όμως, το 2012 – 2015, όταν το έργο σταμάτησε να εκτελείται και πάλι στην κυβέρνηση ήταν κατά σύμπτωση η ΝΔ.
Το αθροιστικό αποτέλεσμα των καθυστερήσεων την πρώτη αυτή περίοδο του έργου ήταν τα 185 εκατομμύρια ευρώ που επιδίκασαν τα δικαστήρια να πληρώσει το ελληνικό δημόσιο στον εργολάβο. Τα οποία πληρώθηκαν το 2016. Και τα οποία η κυβέρνηση, σε παλαιότερες δηλώσεις της, ψευδείς και αυτές, τα απέδωσε στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η οποία, εκπροσωπώντας το ελληνικό δημόσιο, πλήρωσε τα… σπασμένα των προηγούμενων κυβερνήσεων που καθυστερούσαν το έργο.
Αλλά και το 2019 – 2023, που το έργο πήγε πίσω 5 χρόνια και πληρώθηκαν μέχρι τώρα 82 εκατομμύρια ευρώ σε αποζημιώσεις για τις καθυστερήσεις που η ίδια η κυβέρνηση προκάλεσε, πάλι στην κυβέρνηση ήταν κατά σύμπτωση η ΝΔ.
Κατά τραγική σύμπτωση, το μόνο διάστημα που στην κυβέρνηση ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν το 2015 – 2019. Όταν το έργο προχώρησε από το 30% στο 75% της ολοκλήρωσής του. Τότε δηλαδή που σε 4 χρόνια κατασκευάστηκε το μισό έργο. Με το υπόλοιπο μισό να σέρνεται επί 13 ολόκληρα χρόνια, από το 2006 μέχρι το 2015 και από το 2019 μέχρι σήμερα, με κυβερνήσεις ΝΔ.
Και τέλος, μια ακόμη από τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού μεταφορών που έβριθε ανακριβειών, ήταν αυτή ότι ο ίδιος κάνει, λέει, ό,τι μπορεί, αφού «πιέζει κάθε μέρα τον εργολάβο».
Εδώ ο υπουργός πιάνεται εκτός από ανακριβής και αδιάβαστος.
Γιατί στα έργα υποδομής, η μόνη πίεση που νομιμοποιείται να ασκήσει το δημόσιο στον εργολάβο και την οποία αντιλαμβάνονται πολύ καλά οι κατασκευαστές, είναι η υπογραφή σύμβασης και χρονοδιαγράμματος. Τα οποία αν δεν εκτελεστούν, ο εργολάβος πληρώνει ποινικές ρήτρες στο δημόσιο.
Πως όμως να παραδεχτεί ο υπουργός ότι η σύμβαση και το χρονοδιάγραμμα που είχαν συνυπογράψει δημόσιο και κατασκευαστές ακυρώθηκε από τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη; Ο οποίος, ως μη όφειλε και χωρίς καμία τεχνική εισήγηση, πήρε μόνος του τη μεγάλη απόφαση της καταστροφής των αρχαίων και της καθυστέρησης του έργου, που κοστίζει σήμερα και θα συνεχίσει να κοστίζει εκατομμύρια ευρώ στο δημόσιο.
Τα ψέματα και η διαστρέβλωση της αλήθειας δεν μπορούν ούτε να γίνουν πιστευτά, ούτε να αλλάξουν τη μεγάλη εικόνα.
Που είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι έκθετη, ένοχη και ασυγχώρητη τόσο για την καταστροφή των αρχαίων της Βενιζέλου, όσο και για την αδικαιολόγητη καθυστέρηση του Μετρό της Θεσσαλονίκης, αλλά και για την απώλεια εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ δημόσιου χρήματος, που εισρέουν στα ταμεία των εργολάβων.
Οι οποίοι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν έχουν κανένα κίνητρο να ολοκληρώσουν το έργο.
Τρελοί είναι; Να χάσουν τα εκατομμύρια ευρώ των αποζημιώσεων που άκοπα κερδίζουν επί κυβέρνησης Μητσοτάκη;